- σφιχτοχέρης
- ο , σφιχτοχέρα η скуп|ой, -ая; скупец; скряга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφιχτοχέρης — σφιχτοχέρης, ο και σφιχτοχέρα, η τσιγκούνης, φιλάργυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφιχτοχέρης — ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν πολύ φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + χέρι (πρβλ. απλο χέρης)] … Dictionary of Greek
ακριβοχέρης — α, ικο αυτός που έχει «ακριβό χέρι», σφιχτοχέρης, τσιγγούνης, παραδόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + χέρι] … Dictionary of Greek
σφιχτοχεριά — η, Ν [σφιχτοχέρης] η ιδιότητα τού σφιχτοχέρη, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
εξηνταβελόνης — ο θηλ. α και ισσα ο υπερβολικά φιλάργυρος, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο τσιγκούνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγκούνης, -α — και ισσα, ικο (λ. τουρκ.), φιλάργυρος, σφιχτοχέρης, σπαγκοραμμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φειδωλός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ξοδεύει με φειδώ, οικονόμος, λιγοδάπανος, σφιχτοχέρης, τσιγκούνης: Είναι φειδωλός, γι αυτό έχει πολλές καταθέσεις στην τράπεζα. 2. αυτός που δε δίνει κάτι εύκολα ή άφθονα: Είναι πάντα κατσούφης και φειδωλός σε χαμόγελα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλάργυρος — η, ο αυτός που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, ο παθολογικά φειδωλός, ο τσιγκούνης, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο εξηνταβελόνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)